- ελληνομάχος
- -α, -οπου αντιμάχεται, που μισεί τους Έλληνες ή καθετί ελληνικό, ο εχθρός των ελληνικών συμφερόντων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελληνομάχος — ο (και ως επίθ. ελληνομάχος, ο) αυτός που καταπολεμά ή μισεί τους Έλληνες και την Ελλάδα … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek